ανακόλουθο σχήμα

ανακόλουθο σχήμα
Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η συντακτική δομή του λόγου παρεκκλίνει από αυτήν που επιβάλλουν οι αρμόδιοι συντακτικοίκανόνες. H αντιγραμματική διαχείριση της συντακτικής πλοκής του λόγου συντείνει στη δραστικότερη απόδοση της σκέψης του ρήτορα και προσδίδει στον λόγο του ιδιαίτερη παραστατικότητα.Το σχήμα αυτό παρουσιάζεται με μεγάλη συχνότητα στον Θουκυδίδη (αποτελεί ένα από τα συστατικά γνωρίσματα του ιδιότυπου ύφους του), στον Όμηρο, στον Πλάτωνα και σε πλήθος άλλους, αρχαίους ή νεότερους συγγραφείς. Οι κυριότερες περιπτώσεις α.σ. είναι: 1. Όταν η μετοχή σε ονομαστική συνάπτεται με λέξη που είναι ετερόπτωτη, αντίθετα με τον κανόνα που επιβάλλει τη συμφωνία της μετοχής κατά γένος, αριθμό και πτώση με το όνομα που προσδιορίζει. 2. Όταν η μετοχή είναι στην ονομαστική και όχι στη γενική, όπως θα έπρεπε (απόλυτη ονομαστική). 3. Όταν η αιτιατική που εισάγει τον λόγο χρησιμοποιείται απόλυτα, δεν αποδίδεται δηλαδή συντακτικά σε κάποια από τις λέξεις που ακολουθούν. 4. Όταν μετά τα λεκτικά ή γνωστικά ρήματα δεν ακολουθεί, όπως θα έπρεπε, ειδική πρόταση, αλλά απαρέμφατο ή μετοχή. 5. Όταν η εισαγωγική λέξη ή πρόταση επαναλαμβάνεται, μετά την παρεμβολή πολλών δευτερευουσών προτάσεων με συνώνυμο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακόλουθος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι σύμφωνος με τον εαυτό του, ο ασυνεπής: Είναι γνωστός ως άνθρωπος ανακόλουθος. 2. αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος: Μου αράδιασε λόγια ανακόλουθα. 3. «ανακόλουθο σχήμα», εκείνο το σχήμα λόγου στο οποίο σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • ανακόλουθος — η, ο (AM ἀνακόλουθος, ον) 1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός 2. ασυνεπής 3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια… …   Dictionary of Greek

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • ανακολουθία — η (Α ἀνακολουθία) [ἀνακόλουθος] 1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία 2. ασυνέπεια 3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος) …   Dictionary of Greek

  • αναπόδοτος — η, ο (ΑΜ ἀναπόδοτος, ον) [ἀποδίδωμι] αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν επιστράφηκε, ο ανεπίστρεπτος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναπόδοτο(ν) ή ανανταπόδοτο(ν) ή ανακόλουθο(ν) σχήμα βλ. ανανταπόδοτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”